- χρυσίτιδα
- η / χρυσῑτις, -ίτιδος, ΝΑως ουσ.1. γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο κοίτασμα2. λυδία λίθοςαρχ.1. ως επίθ. α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», Στράβ.)β) όμοια με χρυσό2. ως ουσ. α) το φυτό χρυσοκόμηβ) το φυτό αείζωο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λυχν-ῖτις)].
Dictionary of Greek. 2013.